- παρηγόρημα
- το, ΜΑ [παρηγορώ]παραμυθία, παρηγοριάαρχ.1. προτροπή, συμβουλή, παραίνεση2. αντίδοτο ή θεραπευτικό μέσο3. συνεκδ. θεραπεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρηγόρημα — exhortation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορημάτων — παρηγόρημα exhortation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορήμασιν — παρηγόρημα exhortation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορήματα — παρηγόρημα exhortation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοπαρηγόρημα — τὸ, Μ παρηγόρημα τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παρηγόρημα (< παρηγορῶ)] … Dictionary of Greek